το (Α ἀδίκημα) ἀδικῶ1. πράξη που αντίκειται προς το δίκαιο, εκούσια και σκόπιμη αδικοπραξίανεοελλ.1. παράβαση νόμου, αξιόποινη πράξη2. πρόκληση βλάβης ή ζημίαςαρχ.1. άδικη κρίση2. πρόκληση ζημίας σε κάποιον3. ό,τι αποκτήθηκε με αδικία.