ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ηάδικη πράξη, παράνομη ενέργεια σε βάρος κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + πράξη].