αδικοπραξία

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

η
άδικη πράξη, παράνομη ενέργεια σε βάρος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + πράξη].