αδελφικάτος

Greek Monolingual

και αδερφικάτος, -η, -ο αδελφικός
1. αδελφικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα
κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα)
3. επίρρ. αδελφικάτα
όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα.