αδελφοφάς
Greek Monolingual
και αδερφοφάς, ο
βλ. αδελφοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση του ο μετά το α)].
και αδερφοφάς, ο
βλ. αδελφοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση του ο μετά το α)].