έκκρουση

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η (Α ἔκκρουσις)
απώθηση, εξώθηση με κρούση
αρχ.
έκπτωση λογαριασμού.