αδελφοφάγος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο
1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του
2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία του αδελφού του
3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος
4. αδελφοδιώχτης (1, 2).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -φάγος < έφαγα, αορ. του ρ. τρώγω.
ΠΑΡ. αδελφοφαγιά].