αδελφοφάγος

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο
1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του
2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία του αδελφού του
3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος
4. αδελφοδιώχτης (1, 2).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -φάγος < έφαγα, αορ. του ρ. τρώγω.
ΠΑΡ. αδελφοφαγιά].