αδημοσίευτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀδημοσίευτος, -ον) δημοσιεύω
αυτός που δεν δημοσιεύθηκε ή δεν μπορεί να δημοσιευθεί, ανέκδοτος, ατύπωτος
αρχ.
μυστικός, κρυφός.