δημοσιεύω

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιεύω Medium diacritics: δημοσιεύω Low diacritics: δημοσιεύω Capitals: ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ
Transliteration A: dēmosieúō Transliteration B: dēmosieuō Transliteration C: dimosieyo Beta Code: dhmosieu/w

English (LSJ)

Dor. δαμοσιεύω,
A make public or make common, confiscate, τὰ χρήματα X.HG1.7.10.
2 publish a book, J.Vit.65, Gal.14.62; κοινοῦν καὶ δ. τὴν χρείαν [λόγου] Plu.2.34c:—Pass, τὰ δεδημοσιευμένα = sayings that have become public property, Arist.Rh.1395a19.
3 δ. τὴν τοῦ σώματος ὥραν prostitute it, D.H.1.84.
4 Pass., to be manifested, be displayed, δημοσιεύεται ἡ θερμότης τινός Steph.in Hp.1.186 D.
5 Pass., to be produced as evidence, PLond.1.77.5 (vi A. D.), etc.
II intr., to be in the public service, especially of physicians in receipt of a salary from the state, Ar.Ach.1030, Pl.Grg. 514d, POxy.40.9 (ii/iii A. D.); οἱ ἰατροὶ οἱ δαμοσιεύοντες ἐν τᾷ πόλει SIG943.7 (Cos); δ. δωρεάν IG22.483.17: generally, to be a public man, opp. ἰδιωτεύω, Pl.Grg. 515b, Ap.32a; φροντίσι δ. devote oneself in every thought to the common good, Plu.2.823c; but ἐπὶ μισθῷ δ. to be a paid official, Id.Comp. Arist.Cat.6; also of things, ἐν βαλανείῳ δημοσιεύοντι Id.Phoc.4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δαμοσιεύω IG 12(1).1032.2 (Cárpato II a.C.)
A intr.
I en v. act.
1 desempeñar un servicio público pagado por el Estado, en Atenas ref. a los médicos οὐ δημοσιεύων τυγχάνω Ar.Ach.1030, cf. Pl.Grg.514d, IG 13.164.13 (V a.C.), 22.483.18 (IV a.C.), SEG 41.680.6 (Halasarna II a.C.), Hsch., δημοσιεύοντες ἰατροί Pl.Plt.259a, en otros lugares οἱ ἰατροὶ οἱ [δαμ] οσ[ιεύο] ντες ἐν τᾷ πόλει SIG 943.7 (Cos III a.C.), cf. IG l.c., en Egipto ἰατρὸς δημοσιεύω ν prob. médico apto para ejercer oficialmente, POxy.40.9 (III/III d.C.)
en Roma, ref. a los maestros, D.C.52.26.1.
2 gener. ocuparse de los asuntos públicos op. ἰδιωτεύω Pl.Grg.515b, Ap.32a, δημοσιεύων ἀεὶ ταῖς φροντίσι entregándose en los pensamientos al bien común Plu.2.823c, δημοσιεύοντος ἐπὶ μισθῷ Plu.Comp.Arist.Cat.6.
3 impartir sus enseñanzas en público οἵ τε μέχρι νῦν ἐν τῇ Ῥώμῃ δημοσιεύοντες ref. a los filósofos, Longin. en Porph.Plot.20
hablar en público Numen.27.49
aparecer en público Iust.Nou.161.1.1.
4 de cosas ser público βαλανεῖον δημοσιεῦον baño público Plu.Phoc.4.
II en v. med. manifestarse, mostrarse δημοσιεύεται αὐτῆς (τιτάνου) ἡ θερμότης Steph.in Hp.Progn.222.31.
B tr.
I en sent. econ.
1 declarar propiedad pública, confiscar τὰ χρήματα X.HG 1.7.10, en v. pas. καταδικασθέντων τινῶν δημοσιεύεσθαι τὰς οὐσίας EM 340.38G.
2 sent. peyor. prostituir τὴν τοῦ σώματος ὥραν D.H.1.84.
II en la esfera de la lengua y conocimiento
1 hacer público, publicar, divulgar τὸν ἔρωτα Charito 6.1.12, παραποιήσεις ... ἃς οὐκ ἀξιῶ δημοσιεύειν τοὺς γνόντας adulteraciones que no creo deban publicar los que las conocen Gal.14.62, λόγον κοινοῦν καὶ δημοσιεύειν τὴν χρείαν comunicar una expresión y hacer pública su utilidad Plu.2.34c, τὴν νίκην Hld.10.3.2, τὴν μουσικήν Gr.Naz.Ep.114.2, τὸν λόγον Basil.Ep.2.5, ἃ δημοσιεύειν ἡ φύσις οὐκ αἰσχύνεται Aen.Gaz.Ep.20
en v. med.-pas. mismo sent. τὰ ἑαυτῶν δημοσιεύεσθαι συναλλάγματα Iust.Edict.7.2, cf. Cod.Iust.1.1.3.3, τὰ δεδημοσιευμένα las máximas o dichos de dominio público Arist.Rh.1395a21, τὰ δεδημοσιευμένα los asuntos de dominio público D.C.54.15.3, τὰ δημοσιευόμενα τῆς παλαιᾶς διαθήκης los ejemplares divulgados del Antiguo Testamento Didym.in Zach.4.255.
2 hacer público, confesar en lit. crist. τὰς ἁμαρτίας Nil.M.79.100D, τὸ πταῖσμα Bas.Sel.Or.M.85.225B.
3 poner de manifiesto, descubrir c. ac. de pers. τὸν δίκαιον Bas.Sel.Or.M.85.105A
en sent. peyor. τὸν προσελθόντα Chrys.M.57.410, αὐτόν (Caín), Epiph.Const.Num.Myst.M.43.513C.

German (Pape)

[Seite 564] öffentlich, allgemein machen; – a) = δημεύω; so χρήματα, zu Staatsgut machen, einziehen u. öffentlich versteigern, Xen. Hell. 1, 7, 10; Sp. – b) unter dem Volke verbreiten, τὰ δεδημοσιευμένα, οἷον τὸ Γνῶθι σεαυτόν Arist. rhet. 2, 22; übertr., τὴν τοῦ σώματος ὥραν Dion. Hal. 1, 84, d. i. prostituere. – c) Staatsgeschäfte treiben, Gegensatz ἰδιωτεύειν, Plat. Apol. 32 a; ein öffentliches Geschäft haben, vom Arzte, Polit. 259 a; vgl. Gorg. 514 d; Ar. Ach. 1030; ταῖς φροντίσι δ., mit seinen Gedanken sich dem Staate widmen, Plut. rein. ger. praec. 31. Auch von Sachen, zum öffentlichen Gebrauche dienen, βαλανεῖον Plut. Phoc. 4.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 déclarer propriété publique, confisquer;
2 répandre dans le public, livrer au public, publier;
II. intr. 1 s'occuper des affaires publiques;
2 exercer un emploi public;
3 être public en parl. de bains.
Étymologie: δημόσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοσιεύω [δημόσιος] met acc. confisqueren, tot publiek goed maken:; δ. τὰ χρήματα de bezittingen confisqueren Xen. Hell. 1.7.10; overdr., ptc. subst.: τὰ δεδημοσιευμένα wat gemeengoed is geworden Aristot. Rh. 1305a19. in staatsdienst zijn:; οὐ δημοσιεύων τυγχάνω ik ben niet in staatsdienst Aristoph. Ach. 1030; δημοσιεύοντες ἰατροί staatsartsen Plat. Plt. 259a; aan het openbare leven deelnemen:. πρὶν δημοσιεύειν ἐπιχειρεῖν voordat je aan het openbare leven wilt meedoen Plat. Grg. 515b; βαλανεῖον δημοσιεῦον openbaar badhuis Plut. Phoc. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

δημοσιεύω:
1 делать общественной собственностью, конфисковать (χρήματα Xen.);
2 широко распространять, делать общедоступным, популяризировать (τὴν χρείαν Plut.): τὰ δεδημοσιευμένα Arst. ходячие выражения;
3 заниматься общественными или государственными делами (ἰδιωτεύειν, ἀλλὰ μὴ δ. Plat.; ἀεὶ ταῖς φροντίσι δ. Plut.);
4 (преимущ. о врачах) находиться на государственной службе Arph., Plat.;
5 находиться в общественном пользовании: βαλανεῖον δημοσιεῦον Plut. общественная баня.

Greek Monolingual

(AM δημοσιεύω) δημόσιος
καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό
νεοελλ.
1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω του Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο του νόμου»)
2. καταχωρίζω σε εφημερίδα ή περιοδικό άρθρο, δοκίμιο, λογοτεχνικό κείμενο, επιστολή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
διαπομπεύω, εξευτελίζω δημοσίᾳ
αρχ.
1. μεταβιβάζω την κυριότητα στο δημόσιο, δημεύω («θανάτῳ ζημιῶσαι... καὶ τὰ χρήματα δημοσιεῦσαι», Ξενοφ.)
2. (για πόρνη) παρέχω το σώμα σε κοινή χρήση («δημοσιευούςῃ τὴν τοῦ σώματος ὥραν»)
3. ασχολούμαι με τις υποθέσεις της πόλης, πολιτεύομαι
(«ἔστι τι ἔργον σὸν ἐξ ἰδιωτεύοντος, πρὶν δημοσιεύειν ἐπιχειρεῖν»)
4. (για τους γιατρούς) είμαι δημόσιος γιατρός μισθοδοτούμαι από το κράτος
5. γεν. είμαι μισθωτός της πολιτείας, δημόσιος υπάλληλος
6. (για πράγματα) είμαι σε δημόσια χρήση
7. (μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ δεδημοσιευμένα
τα κοινής χρήσεως αποφθέγματα, διαδομένα στον λαό.

Greek Monotonic

δημοσιεύω: μέλ. -σω,
I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημεύω, σε Ξεν. — Παθ., τὰ δεδημοσιευμένα, δημοφιλή, λαϊκά ρητά, αποφθέγματα, σε Αριστ.
II. αμτβ., βρίσκομαι σε δημόσια υπηρεσία, ασκώ δημόσιο λειτούργημα, λέγεται για τους γιατρούς, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, είμαι δημόσιος άνδρας, αντίθ. προς το ἰδιωτεύω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιεύω: ποιῶ τι δημόσιον ἢ κοινόν, μεταβιβάζω εἰς τὴν κατοχὴν τοῦ δημοσίου, ὡς τὸ δημεύω, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 10. 2) ποιῶ τι κοινόν, δημοσιεύω, ποιῶ γνωστόν, Πλούτ. 2. 34C. ― Παθ., τὰ δεδημοσιευμένα, κοινὰ λόγια, ὡς τὸ γνῶθι σεαυτόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 13. 3) δ. τὴν τοῦ σώματος ὥραν, παρέχω εἰς τὸ δημόσιον, ἐκπορνεύω, Διον. Ἁλ. 1. 84. II. ἀμεταβ., διατελῶ ἐν δημοσίᾳ ὑπηρεσίᾳ, ἰδίως ἐπὶ ἰατρῶν τῶν λαμβανόντων μισθὸν παρὰ τῆς πολιτείας, ὅπως ἀσκῶσι τὸ ἐπάγγελμα αὐτῶν ὡς ἰατρῶν τῆς πολιτείας (πρβλ. δήμιος ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1030, Πλάτ. Γοργ. 514D· καθόλου, εἶμαι δημόσιος ἄνθρωπος, ἀντίθετον τῷ ἰδιωτεύω, αὐτ. 515Α· φροντίσι δ., ἀφιερῶ ἐμαυτὸν ἐν πάσῃ φροντίδι εἰς τὸ καλὸν τοῦ δημοσίου, Πλούτ. 2. 823C. ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐν βαλανείῳ δημοσιεύοντι ὁ αὐτ. Φωκ. 4.

Middle Liddell

[from δημόσιος
I. to confiscate, like δημεύω, Xen.: Pass., τὰ δεδημοσιευμένα popular sayings, Arist.
II. intr. to be in the public service, of physicians, Ar., Plat.: generally, to be a public man, opp. to ἰδιωτεύω, Plat.