ατύπωτος

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτύπωτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τυπωθεί
2. αδημοσίευτος, ανέκδοτος
αρχ.
ασχημάτιστος.