Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (Α ἀδιάβατος, -ον) διαβαίνωαυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον περάσει, ή που τον διαβαίνει με δυσκολία.