αδιάβατος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάβατος, -ον) διαβαίνω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον περάσει, ή που τον διαβαίνει με δυσκολία.