ἀδιάβατος

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάβᾰτος Medium diacritics: ἀδιάβατος Low diacritics: αδιάβατος Capitals: ΑΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: adiábatos Transliteration B: adiabatos Transliteration C: adiavatos Beta Code: a)dia/batos

English (LSJ)

ἀδιάβατον,
A not to be passed, ποταμός, νάπη, X.An.2.1.11, HG5.4.44; ὄρη Them.Or.16.206d.
II Act., not striding, closed, σκέλη AB343.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede atravesarse ποταμός X.An.2.1.11, νάπη X.HG 5.4.44, ὄρη Them.Or.16.206d
de la división entre buenos e impenitentes, Gr.Nyss.M.46.84B.
2 que no puede dar un paso, AB 343.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut traverser, infranchissable.
Étymologie: , διαβαίνω.

German (Pape)

ον, unübergänglich, ποταμοί Xen. An. 2.1.9; νάπος Hell. 5.4.44. Bei B.A. 343 auch ὁ μὴ δυνάμενος εὐκόλως διαβῆναι.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάβᾰτος:
1 непереходимый (ποταμοί Xen.);
2 непроходимый (νάπος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάβᾰτος: -ον, ὁ, μὴ διαβατός, ποταμός, νάπος, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 1, 11, Ἑλλ. 5. 4, 44. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ περιπατῶν εὐκόλως, «ὁ μὴ ῥᾴστως ἢ ὁ μὴ δυνάμενος εὐκόλως διαβῆναι», Α. Β. 343.

Greek Monotonic

ἀδιάβᾰτος: -ον, αυτός που δεν είναι διαβατός, απροσπέλαστος· ποταμός, νάπος, σε Ξεν.

Middle Liddell

not to be passed, ποταμός, νάπος Xen.