αδιάτρεπτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀδιάτρεπτος, -ον)
1. αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αμετάβλητοςαδιάτρεπτος γνώμη»)
2. (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιατρεψία.