αδιαφανής

Greek Monolingual

-ές
αυτός μέσα από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί κάποιος να δει μέσα και πέρα από αυτόν, ο μη διαφανής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + διαφανής.
ΠΑΡ. αδιαφάνεια].