αδικοπήμων

Greek Monolingual

ἀδικοπήμων, -ον (Α)
αυτός που άδικα βλάπτει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)].