πάθημα
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
-ατος, τό, dat. pl.
A παθημάτοις Com.Adesp.283 (Aetol. acc. to Eust. 279.42, 1761.36):—that which befalls one, suffering, misfortune, S.Tr.142, Th.4.48, etc.; τὸ πάθημα τοῦ Χριστοῦ the passion of Christ, 2 Ep.Cor.1.5; of good fortune, χαῖρε παθὼν τὸ πάθημα (deification) Orph.Fr.32f: mostly in plural, Hdt.8.136, etc.; παθήμαθ' ἅπαθον S.OC361; ἀκούσια π., opp. ἑκούσια καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήματα, Antipho 1.27; τὰ δέ μοι π. μαθήματα γέγονε my sufferings have been my lessons (cf. πάθος 1.2), Hdt.1.207, cf. Ar.Th. 199, Pl.Smp. 222b.
II emotion or condition, affection, π. τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην, οὐ μάθημα X.Cyr.3.1.17, cf. Pl.Phd. 79d; opp. ποίημα, Id.Sph.248b; τὸ τῆς ἑτέρας χειρὸς π. Plot.4.9.2; but in early writers mostly in plural, affections, feelings, opp. ποιήματα, Pl.R. 437b; τὰ περὶ τὸ σῶμα π. Id.Phlb.33d; ὅσα διὰ τοῦ σώματος π. ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει Id.Tht.186c; π. ἐν τῇ ψυχῇ γιγνόμενα Id.R.511d; παθήμασιν ὑπηρετεῖν obey the feelings, Arist.Pol.1254b24; opp. ἤθη, ἕξεις, Id.Rh. 1396b33, cf. Po.1449b28.
2 Medic., pl., troubles, symptoms, Hp. VM2, Epid.2.2.24; π. καὶ νοσήματα Pl.R. 439d, cf. 389c.
III in plural, incidents, happenings, τὰ ἐν… Ὀδυσσείᾳ π. ib.393b; πάντα εἴδη καὶ π. πολιτειῶν Id.Lg.681d.
2 incidents or changes of material bodies, τὰ οὐράνια π. Id.Ion 531c, cf. Phd.98a; τὰ τῆς σελήνης π. Arist.Metaph.982b16, cf. Mete.363a24, 365a12.
3 in Logic, incidents, properties, or accidents, Pl.Phdr.271b, Prm.141d, 157b, Arist.APo. 76b13, Cael.310a20; τὰ π. τὰ αἰσθητά, of colour, etc., Id.Sens.445b4.
German (Pape)
[Seite 437] τό, das Erlittene, das Leid, Unglück, Alles, was Einem zustößt; πεύσει τὰ κείνης ἀθλίας παθήματα, Soph. O. R. 1240, öfter; auch des Gemüthes, Kummer, Phil. 334 Tr. 141; Eur. I. T. 670; Ar. sagt τὰς συμφορὰς γὰρ οὐχὶ τοῖς τεχνάσμασιν φέρειν δίκαιον ἀλλὰ τοῖς παθήμασιν, Th. 199; im plur. auch Her. 1, 207. 8, 136; Thuc. 1, 23 u. öfter, wie Plat., der πάθημα u. ποίημα einander gegenüberstellt, Soph. 248 b Rep. IV, 437 b; auch ἔργα καὶ παθήματα, Legg. VI, 777 c; τῶν περὶ τὸ σῶμα ἡμῶν ἑκάστοτε παθημάτων, Phil. 33 d; παθήματα πάσχειν, Polit. 270 e u. sonst, auch einen leidenden Zustand, eine Lage, Stimmung ausdrückend; so auch Xen. Cyr. 3, 1, 17; ἀκούσια, Antiph. 1, 27; τὰ τῆς σελήνης παθήματα, Arist. metaph. 1, 2, 9; u. übh. = πάθος c, vgl. Anal. post. 1, 10, 5. – Bei den Medic. Krankheit, krankhafte Zufälle. – Eust. 279, 42 führt einen äol. dat. παθημάτοις für παθήμασιν auf.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. tout événement qui survient et affecte le corps ou l'âme, particul. en mauv. part :
1 maladie;
2 affliction, malheur;
3 état du corps ou de l'âme soumis à ces influences, disposition physique ou morale ; en gén. τὰ παθήματα passions;
II. par ext. tout événement qui se produit en dehors de nous, événement, accident.
Étymologie: πάσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάθημα -ατος, τό [πάσχω] al wat iemand overkomt (vaak ongunstig) lijden, ongeluk:; τὸ πάθημα τοῦ Χριστοῦ het lijden van Christus NT 2 Cor. 1.5; meestal plur.:; τὰ δὲ μοι παθήματα … μαθήματα ἐγεγόνεε mijn lijden is mij tot lering geworden Hdt. 1.207.1; ziekteverschijnselen (plur.). lichamelijke toestand:; τὰ τοῦ αὑτου σώματος παθήματα zijn eigen lichamelijke conditie Plat. Resp. 389c; geestelijke toestand, gemoedstoestand, gevoelen, emotie:; πάθημα... τῆς ψυχῆς σὺ λέγεις εἶναι τὴν σωφροσύνην, ὥσπερ λύπην, οὐ μάθημα jij beweert dat bezonnenheid een gemoedstoestand is, net zoals verdriet, en niet iets wat je leert Xen. Cyr. 3.1.17; meestal plur.:; τὰ γὰρ ἄλλα ζῷα … παθήμασιν ὑπηρετεῖ de andere levende wezens volgen immers hun driften Aristot. Pol. 1254b24; pregn. passieve houding, gelatenheid. Aristoph. Th. 199. alg. wat gebeurt, plur.: voorvallen, gebeurtenissen:. περὶ τῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ παθημάτων over de gebeurtenissen in de Odyssee Plat. Resp. 393b; παθήματα πολιτειῶν veranderingen in regeringsvormen Plat. Lg. 681d; τὰ οὐράνια π. hemelverschijnselen Plat. Ion 531c.
Russian (Dvoretsky)
πάθημα: ατος (πᾰ) τό πάσχω
1 страдательное состояние (τῆς ψυχῆς Xen.): τὰ περὶ τὸ σῶμα παθήματα Plat. телесные состояния;
2 страсть, влечение (τοῖς παθήμασιν ὑπηρετεῖν Arst.);
3 страдание, недуг, боль (παθήματά τε καὶ νοσήματα Plat.): τὸ π. τοῦ θανάτου NT = θάνατος;
4 несчастье, бедствие, горе (παθήματα πάσχειν Soph.; τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε Her.);
5 событие, происшествие (τὰ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ παθήματα Plat.);
6 изменение, смена (τὰ τῆς σελήνης παθήματα Arst.);
7 филос. (преходящее) свойство, признак Arst.
English (Strong)
from a presumed derivative of πάθος; something undergone, i.e. hardship or pain; subjectively, an emotion or influence: affection, affliction, motion, suffering.
English (Thayer)
παθηματος, τό (from παθεῖν, πάσχω, as μάθημα from μαθεῖν), from (Sophocles) Herodotus down;
1. that which one suffers or has suffered;
a. externally, a suffering, misfortune, calamity, evil, affliction: plural, τά εἰς Χριστόν, that should subsequently come unto Christ (Winer's Grammar, 193 (182)), τοῦ Χριστοῦ, which Christ endured, παθήματα τοῦ Χριστοῦ (Winer's Grammar, 189 (178) note), an affection, passion: τῶν ἁμαρτιῶν, that lead to sins, τό πάσχειν (see καύχημα, 2), an enduring, undergoing, suffering (so the plural in Arstph: thesm. 199): θανάτου, genitive of the object, πάθος, at the beginning.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ πάθημα) πάσχω
1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.)
2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα
γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά συμβάντα (α. «τα παθήματα μαθήματα» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα ατυχήματα που συμβαίνουν από απερισκεψία πρέπει να μάς καθιστούν προσεκτικούς και να γίνονται κατά κάποιο τρόπο μαθήματα για το μέλλον, παροιμ. φρ.
β. «ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἡμετέρων παθημάτων γνόντα εὐλαβηθῆναι», Πλάτ.)
β) (γενικά) τα συμβάντα, δυσάρεστα ή ευχάριστα, οι περιπέτειες («τὰ ἐν... Ὀδυσσείᾳ παθήματα», Πλάτ.)
νεοελλ.
γραμμ. στον πληθ. μεταβολές, τροπές («τα παθήματα τών φθόγγων»)
αρχ.
1. η παθητική κατάσταση, κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος παθαίνει, υφίσταται κάτι («πάθημα τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην οὐ μάθημα», Ξεν.)
2. (για θεό) το πάθος («περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς», ΚΔ)
3. στον πληθ. α) οι μεταβολές τών υλικών σωμάτων, τα φυσικά φαινόμενα («καὶ περὶ τῶν οὐρανίων παθημάτων», Πλάτ.)
β) (στη λογ.) οι μετατροπές εννοιών, ποιοτήτων, μεγεθών κ.λπ.
γ) ασθένειες, νόσοι
δ) τα συμπτώματα τών νόσων
ε) τα πάθη, σε αντιδιαστολή προς τα ήθη, τις έξεις
4. φρ. «τὰ παθήματα τὰ αἰσθητά» — οι ιδιότητες.
Greek Monotonic
πάθημα: [ᾰ], -ατος, τό (παθεῖν)·
I. οτιδήποτε παθαίνει κάποιος, πάθημα, ατύχημα, δυστύχημα, σε Σοφ., Θουκ.· κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Αττ.· παροιμ., τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε, τα παθήματα έγιναν μαθήματά μου, σε Ηρόδ.
II. παθητικό συναίσθημα ή κατάσταση, σε Ξεν., Πλάτ.
III. στον πληθ., γεγονότα, περιπέτειες, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πάθημα: [ᾰ], τό· δοτ. πληθ. παθημάτοις Κωμ. Ἀνώνυμ. 84 (τύπος Αἰτωλικός, Εὐστ. 279. 42., 1761. 36): - ὡς τὸ πάθος, πᾶν ὅ τι παθαίνει τις λυπηρόν, δυστύχημα, ἀτύχημα, Σοφοκλ. Τρ. 142· ἐπὶ σφαγῆς ἀνθρώπων, Θουκ. 4. 48· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 8. 136, κτλ.· παθήματα πάσχειν Σοφ. Ο. Κ. 361· ἀκούσια παθήματα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἑκούσια καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήματα, Ἀντιφῶν 114. 19· παροιμ., τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε, ὡς καὶ νῦν, «τὰ παθήματα μοῦ ἔγειναν μαθήματα», πρβλ. πάθος Ι, 1), Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 175 καὶ αὐτόθι Blomf. (170), Ἀριστοφάν. Θεσμ. 199, Πλάτ. Συμπ. 222Β. ΙΙ. παθητικὴ κατάστασις ἢ συγκίνησις, π. τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην, οὐ μάθημα Ξεν. Κύρ. 3. 1, 17· ὡσαύτως κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., παθητικὴ κατάστασις ἢ ἐντυπώσεις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιήματα ἢ ἔργα, Πλάτ. Σοφοκλ. 248Β, Πολ. 437C· τὰ σώματος π., τά περί τὸ σῶμα π. αὐτόθι 389C, Φίληβ. 33D· ὅσα διὰ τοῦ σώματος π. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186C· τὰ ἐν τῇ ψυχῇ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 511D· τοῖς π. ὑπηρετεῖν, ὑπακούειν εἰς τὰ πάθη, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 9, πρβλ. Ρητ. 2. 22, 16, Ποιητὴς 6, 2. 2) προσβολὴ νόσου, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8· π. καὶ νοσήματα Πλάτ. Πολ. 439D· - ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, συμπτώματα, Ἱππ. 1016F, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, γεγονότα, συμβάντα, περιπέτειαι, τὰ ἐν… τῇ Ὀδυσσείᾳ π. Πλάτ. Πολ. 393Β· πάντα εἴδη καὶ π. πολιτειῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 681D. 2) ὡς τὸ πάθος ΙΙΙ. 2, ἐπὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν τῶν ὑλικῶν σωμάτων, τὰ οὐράνια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωσι 531C· τὰ τῆς σελήνης π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 9, πρβλ. Μετεωρ. 2. 6, 1 καὶ 24, κ. ἀλλ. 3) τὰ συμβεβηκότα, αἱ ἰδιότητες ἢ μεταβολαὶ ποσοτήτων, μεγεθῶν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 10, 4. π. Οὐρ. 4. 3, 1, π. Αἰσθ. 6. 1, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πᾰ́θημα, ατος, τό, παθεῖν
I. anything that befals one, a suffering, calamity, misfortune, Soph., Thuc.: mostly in plural, Hdt., Attic; proverb., τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε my sufferings have been my lessons, Hdt.
II. a passive emotion or condition, Xen., Plat.
III. in plural incidents, occurrences, Plat.
Chinese
原文音譯:p£qhma 爬帖馬
詞類次數:名詞(16)
原文字根:情感
字義溯源:苦難,苦楚,災禍,受苦,苦,惡慾,邪情;源自(πάθος)=受苦,邪情);而 (πάθος)出自(πάσχω)*=經歷)。參讀 (ἀγανάκτησις)同義字
出現次數:總共(16);羅(2);林後(3);加(1);腓(1);西(1);提後(1);來(3);彼前(4)
譯字彙編:
1) 苦難(4) 提後3:11; 來2:10; 彼前1:11; 彼前5:9;
2) 苦楚(3) 羅8:18; 林後1:5; 林後1:6;
3) 苦(2) 西1:24; 來2:9;
4) 受苦(2) 腓3:10; 彼前4:13;
5) 受苦的(1) 彼前5:1;
6) 苦難的(1) 來10:32;
7) 苦楚的(1) 林後1:7;
8) 邪情(1) 加5:24;
9) 惡慾(1) 羅7:5
English (Woodhouse)
affection, calamity, disaster, emotion, feeling, incident, misfortune, sensation, bodily affection, inherent property, inherent quality in things, one's lot, phase of a disease, state of mind
Lexicon Thucydideum
clades, defeat, disaster, 1.23.1, 2.65.2, 4.48.3.
Translations
misfortune
Arabic: بَلاء, سُوءُ الحَظّ; Belarusian: няшчасце, гора, лі́ха, бяда; Bulgarian: лош късмет; Catalan: desgràcia, mala sort; Cherokee: ᎤᏲ ᎢᏳᏓᎵᏍᏓᏁᏗ; Chichewa: tsoka; Chinese Mandarin: 壞運氣, 坏运气; Czech: smůla, pech, neštěstí; Dutch: ongeluk, pech; Estonian: ebaõnn; Finnish: epäonni; French: malchance; Georgian: ფათერაკი, უბედურება, მარცხი; German: Pech, Ungemach; Greek: δυστυχία; Ancient Greek: δυστυχία; Hungarian: balszerencse; Indonesian: kesialan; Irish: amarrán, mí-ádh, drochrath, mífhortún; Old Irish: dodcad; Italian: malasorte; Japanese: 不運; Korean: 불운, 불행; Latin: adversa, infortunium; Macedonian: несреќа; Malayalam: നിർഭാഗ്യം; Maori: kōtua, kōtuatanga, aituā; Occitan: malastre, malparat, desfortuna; Persian: بدشانسی; Plautdietsch: Onjlekj; Polish: pech, nieszczęście; Portuguese: azar, má sorte; Romanian: ghinion, neșansă; Russian: неудача, несчастье, горе, беда; Scottish Gaelic: mì-àdh; Serbo-Croatian Cyrillic: нѐсрећа; Roman: nèsreća; Slovak: smola, nešťastie; Slovene: smóla, nesreča; Spanish: infortunio, gafe, mala suerte; Telugu: దురదృష్టము; Ukrainian: нещастя, горе, біда, невдача, лихо; Volapük: mifät
suffering
Albanian: vuajtje; Arabic: مُعَانَاة; Armenian: տառապանք, չարչարանք; Azerbaijani: əzab, əziyyət; Belarusian: цярпенне, пакута, мука; Bengali: পীড়া, সহন; Bulgarian: страдание, мъ́ка; Burmese: ဒုက္ခ; Catalan: patiment; Chinese Mandarin: 苦痛; Czech: utrpení, muka; Danish: lidelse; Dutch: lijden; Erzya: тарво; Esperanto: sufero; Estonian: kannatus; Ewe: fukpekpe; Finnish: kärsimys; French: souffrance, Passion; Galician: sufrimento; Georgian: ტანჯვა, წამება, წვალება; German: Leiden; Greek: βάσανο; Ancient Greek: κόπος, πάθημα; Guaraní: tekoasy; Hebrew: סֵבֶל, יִסּוּרִים; Hindi: दुःख, पीड़ा; Hungarian: szenvedés; Icelandic: þjáning; Italian: sofferenza; Japanese: 苦痛, 苦しみ; Kazakh: азап; Khmer: កិលេស, ទុក្ខ; Korean: 고통, 괴로움; Kyrgyz: азап; Lao: ທຸກ, ທຸກທໍລະມານ; Latvian: ciešanas; Lithuanian: kentėjimas, kančia; Macedonian: страдање, мака; Malay: penderitaan, azab; Maori: whakapāwera; Mongolian: зовлон; Nepali: दुख; Norwegian Bokmål: lidelse; Nynorsk: liding; Old English: þrōwung; Pali: dukkha; Pashto: عذاب; Persian: عذاب; Polish: cierpienie, męka; Portuguese: sofrimento; Romanian: suferință, păs; Russian: страдание, мука; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀тња, му̏ка; Roman: pàtnja, mȕka; Slovak: utrpenie, muka; Slovene: trpljenje, muka; Spanish: sufrimiento; Swedish: lidande; Tajik: азоб; Tamil: வேத்னைப்படுதல், வேதனை; Tatar: азап; Thai: ความทรมาน, ทุกข์; Tibetan: སྡུག་བསྔལ་བརྒྱད།; Tocharian B: lakle; Turkish: azap; Turkmen: azap; Ukrainian: страждання, мука, терпі́ння; Urdu: دکھ, عذاب; Uyghur: ئازاب; Uzbek: azob; Vietnamese: khổ; Welsh: dioddefaint; Yiddish: יסורים
incident
Arabic: حَادِث, حَادِثَة, وَاقِعَة; Armenian: դեպք, պատահար, դիպված; Bashkir: ваҡиға, хәл, осраҡ; Bengali: অকু, অকুআত; Bulgarian: случка, инцидент; Chinese Mandarin: 事件; Czech: událost, příhoda; Danish: begivenhed; Dutch: incident, voorval, episode, gebeuren, gebeurtenis; Esperanto: okazo; Estonian: vahejuhtum; Finnish: tapaus, tapahtuma; French: incident; German: Vorfall, Begebenheit, Ereignis, Geschehnis, Vorkommnis, Episode; Greek: επεισόδιο, περιστατικό; Icelandic: atburður; Indonesian: insiden, kejadian, peristiwa; Irish: eachtra; Japanese: 事故; Khmer: ឧប្បត្តិហេតុ; Korean: 사건(事件); Norwegian Bokmål: hendelse, episode; Nynorsk: episode; Polish: wydarzenie; Portuguese: incidente; Romanian: incident, caz; Russian: происшествие, случай, инцидент; Sanskrit: घटना; Scottish Gaelic: tuiteamas; Sorbian Lower Sorbian: tšojenje; Spanish: incidente; Swedish: händelse, incident, tilldragelse; Ukrainian: випадок, інцидент; Vietnamese: sự kiện
accident
Albanian: aksident; Amharic: አደጋ; Arabic: حَادِث, حَادِثَة; Egyptian Arabic: حَادْثَة; Armenian: դժբախտ պատահար; Azerbaijani: qəza, avariya, bədbəxt hadisə; Basque: istripu, ezbehar; Belarusian: выпадак, аварыя, катастрофа, няшчасны выпадак; Bengali: দূর্ঘটনা; Berber Kabyle: asehwu; Bulgarian: злополука, катастрофа, авария; Burmese: မတော်တဆမှု; Catalan: accident; Chinese Mandarin: 事故, 意外; Czech: nehoda; Danish: uheld, ulykke, ulykkestilfælde, tilfælde, tilfældighed; Dutch: ongeluk, ongeval; Esperanto: akcidento; Estonian: õnnetus; Faroese: vanlukka, óhapp; Finnish: onnettomuus, sattuma, tapaturma; French: accident; Galician: accidente; Georgian: უბედური შემთხვევა; German: Unfall; Greek: ατύχημα; Ancient Greek: συμφορά, πταῖσμα; Greenlandic: ajunaarneq; Hebrew: תְאוּנָה; Hindi: दुर्घटना, हादसा; Hungarian: baleset; Icelandic: slys, óhapp; Indonesian: kecelakaan; Irish: timpiste; Italian: incidente, accidente; Japanese: 事故, アクシデント; Kazakh: авария, апат; Khmer: គ្រោះ, ចៃដន្យ; Korean: 사고(事故); Kyrgyz: авария, кырсык; Lao: ອຸປະຕິເຫດ; Latin: calamitas; Latvian: gadījums; Lithuanian: įvykis; Low German: Unfall; Macedonian: несреќа, незгода; Malay: kemalangan; Malayalam: അപകടം; Maori: aitua, hauata; Marathi: अपघात; Mongolian Cyrillic: осол, аваар; Norwegian Bokmål: ulykke, uhell, ulykkestilfelle; Nynorsk: ulukke, ulykke, uhell; Oromo: balaa; Pashto: پېښه, حادثه; Persian: تصادف, حادثه, سانحه; Polish: wypadek inan; Portuguese: acidente; Romanian: accident; Romansch: accident; Russian: несчастный случай, авария, катастрофа, несчастье; Scottish Gaelic: tubaist, tuiteamas; Serbo-Croatian Cyrillic: нѐсрећа, нѐзгода; Roman: nèsreća, nèzgoda; Sinhalese: අනතුර; Slovak: nehoda; Slovene: nesreča; Spanish: accidente; Swahili: ajali; Swedish: olycka; Tagalog: aksidente, disgrasya, sakuna; Tajik: авария, фалокат, тасодуф, садама, сониҳа; Tatar: каза; Thai: อุบัติเหตุ; Tigrinya: ሓደጋ, ሃንደበት; Turkish: kaza; Turkmen: awariýa, betbagtlyk; Ukrainian: випадок, аварія, катастрофа, аварія, нещасний випадок; Urdu: حادثہ; Uyghur: ئاۋارىيە, ھادىسە; Uzbek: avariya, falokat, balo, tasodif, baxtsizlik; Vietnamese: sự cố, tai nạn; Walloon: accidint, kénte; Westrobothnian: ofäl; Yiddish: אַקצידענט; Zazaki: ağm; Zulu: ingozi