και αδράζω και δράχνω1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- προθετ. + αρχ. δράττομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός].