αδρομερής

Greek Monolingual

-ές (Α ἁδρομερής)
1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός
2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρὸς + μέρος.
ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια].