χοντροκομμένος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές»)
2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος
4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη ψευτιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + κομμένος].