λεπτομερής
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
λεπτομερές, (μέρος)
A composed of small particles, as water and fire, opp. παχυμερής, Ti. Locr.100e; of the soul, Epicur.Ep.1p.19U.: Comp. λεπτομερέστερος Arist. Cael.303b19: Sup. λεπτομερέστατος Id.de An.405a6, al.
II treated in detail or treated minutely, Ptol.Geog.1.22.1 (Comp.), Tz.H.10.159. Adv. λεπτομερῶς Phot.Bibl.p.4 B., Hsch.
2 of persons, refined or meticulous, λ. καὶ δεδιδαγμένος Cat.Cod.Astr.8(2).124.
German (Pape)
[Seite 30] ές, aus seinen Teilen bestehend, zusammengesetzt, seintheilig, Tim. Locr. 100 e; im superlat., 98 d, vom Feuer, wie Arist. de coel. 3, 5 de mund. 2, 10; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 40; λεπτομερέστατον ὕδωρ D. Sic. 2, 36; οἶνος Ath. I, 26 a. – Adv. λεπτομερῶς ζητεῖν, die einzelnen Teile genau betrachtend, Schol. Plat. Rep. VII p. 354, 20.
Russian (Dvoretsky)
λεπτομερής: состоящий из мелких частиц, тонкий по своему составу Plat., Arst., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτομερής: -ές, (μέρος) συγκείμενος ἐκ μικρῶν μερῶν (μορίων) οἷον τὸ ὕδωρ καὶ τὸ πῦρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁδρός, Τίμ. Λοκρ. 100Ε. - συγκρ. -έστερος, Διόδ. 2. 36· ὑπερθ. -έστατος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 2. κ. ἀλλ. ΙΙ. λεπτομερῶς ἐξεταζόμενος, Πτολεμ. Γεωγρ. 1. 22, Τζέτζ.· - Ἐπίρρ. λεπτομερῶς, Φωτ. Βιβλ. σ. 26.
Greek Monolingual
-ές (AM λεπτομερής, -ές)
αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων»)
μσν.-αρχ.
αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια
αρχ.
(για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος, διακριτικός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
λεπτομερώς (AM λεπτομερῶς)
με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώς (α. «μού τά είπε όλα λεπτομερώς» β. «πᾶσαν τὴν ὀπτασίαν λεπτομερῶς ἐξηγήσατο», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. αδρομερής, ισομερής].