Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αεριόφως
Greek Monolingual
(-ωτος), το 1. το φως που παράγεται από το φωταέριο 2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<αέριο+φως απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight].