αεροχείμαρρος

Greek Monolingual

ο
(Μετεωρ.) σωληνόμορφο ρεύμα ισχυρότατων δυτικών ανέμων της ανώτερης ατμόσφαιρας, που εκδηλώνεται κυρίως πάνω από τις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών και τών δύο ημισφαιρίων και περιβάλλει ορισμένες φορές μαιανδρικά (γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε και η ονομασία αερομαίανδρος) ολόκληρη σχεδόν την υδρόγειο.