αθέρμαστος
Greek Monolingual
-η, -ο θερμαίνω
1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος
2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος
3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος.
-η, -ο θερμαίνω
1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος
2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος
3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος.