απύρετος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει πυρετό
αρχ.
αυτός που δεν προκαλεί πυρετό.