απύρετος

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει πυρετό
αρχ.
αυτός που δεν προκαλεί πυρετό.