αθέρμιστος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
-η, -ο θερμίζω
1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν
2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει
3. (για φαγητά) που δεν περιχύθηκε με καυτό βούτυρο, λάδι κ.λπ.
4. (για πράγματα) που δεν καθαρίστηκε με θερμό, δηλ. με νερό βραστό στάχτης («αθέρμιστα ρούχα»).