αθεριάζομαι

Greek Monolingual

αθέρας
(κυρίως για ζώα, σπάνια για ανθρώπους) έχω στον λαιμό πόνο ή ενόχληση από αθέρα σταχιού που καρφώθηκε σ’ αυτόν.