αθέρας
Greek Monolingual
(II)
ο (Α ἀθήρ)
1. το λεπτότατο και ακανθώδες μέρος του σταχιού, άγανο, γένι
2. αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων
3. λεπτό και βελονοειδές ψαροκόκαλο, αγκάθι
νεοελλ.
1. λεπτή σκόνη σιτηρών, άχνη
2. το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος ενός πράγματος, αφρός, αφρόκρεμα «διάλεξες τον αθέρα!»
3. (για πρόσωπα) ο άριστος σε κάποια ιδιότητα ή προτέρημα
αρχ.
στον πληθ. οι αθέρες
σανός, άχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα aņdher/ndher «αιχμή, κορυφή, άκρη», γεγονός που θα εξηγούσε και τη διτυπία ἀθήρ - ἀνθέριξ, ἀθερώδης - ἀνθερώδης, αν δεν πρόκειται, στη β' περίπτωση, για παρετυμολογική επίδραση από το ἄνθ-ος.
ΠΑΡ. αθερίνη
αρχ.
ἀθερηίς
νεοελλ.
αθεριάζομαι.
ΣΥΝΘ. αθερολόγος].