Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αθόρυβος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθόρυβος, -ον) θόρυβος αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται.