αιγίλιψ

Greek Monolingual

αἰγίλιψ (-ιπος), ο, η (Α)
τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθετη λ. από αἰγι- (< αἴξ, αἰγὸς) και -λιψ. Το β' συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι» — πρβλ. λ.χ. λιθ., lipti «σκαρφαλώνω», ελλην. «-λιψ πέτρα» Ησύχ., όπου ἄλιψ κυριολεκτικά σημαίνει τον «αναρρίχητο, που δεν μπορεί κανείς να ανεβεί επάνω»].