αιδοιολειξία

Greek Monolingual

η Ιατρ.
η χρησιμοποίηση τών χειλιών και της γλώσσας σε επαφή με το αιδοίο (κυρίως την κλειτορίδα) για την πρόκληση γενετήσιας διέγερσης ή ως εκδήλωσή της.