αιρεσιαρχικός

Greek Monolingual

-ή, -ό αιρεσιάρχης
1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία
2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός.