επαναστατικός
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
-ή, -ό επανάσταση
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επανάσταση («επαναστατική επιτροπή, επαναστατικές ιδέες»)
2. αυτός που γίνεται με επανάσταση ή στη διάρκεια επαναστάσεως («επαναστατικό δικαστήριο»)
3. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν πειθαρχεί εύκολα.