επαναστατικός
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
-ή, -ό επανάσταση
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επανάσταση («επαναστατική επιτροπή, επαναστατικές ιδέες»)
2. αυτός που γίνεται με επανάσταση ή στη διάρκεια επαναστάσεως («επαναστατικό δικαστήριο»)
3. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν πειθαρχεί εύκολα.