Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αιτιότητα
Greek Monolingual
η 1.σχέση αιτίας και αποτελέσματος 2.υπαιτιότητα, ενοχή 3. «αρχή της αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθεγεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<αίτιον ή αιτία].