-η, -ο (Μ ἀκάλεστος) καλῶ1. εκείνος που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή«ακάλεστος στον γάμο»2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή«τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».