ακάλεστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκάλεστος) καλῶ
1. εκείνος που δεν τον έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«ακάλεστος στον γάμο»
2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή
«τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».