ακαμασιά

Greek Monolingual

και ακαματιά, η ακαμάτης
η τεμπελιά, οκνηρία, απραξία
«σημάδι ακαμασιάς το κομπολόι» (Λασκαρ. Λήξ. 253)
παροιμ. «ακαμασιά, σπιτιού ξεθεμελιώστρα», «ακαμασιά, Θεού κατάρα».