κομπολόι
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Greek Monolingual
και κομπολόγι και κομβολόγι(ον), το (Μ κομπολόγι και κομβολόγιον)
νεοελλ.
1. χάντρες γυάλινες, μεταλλικές, ξύλινες ή κεχριμπαρένιες περασμένες σε κλωστή ή αλυσίδα, της οποίας τα άκρα συνάπτονται με κόμπο
2. μτφ. διαδοχική σειρά πολλών συναφών ή παρόμοιων πράξεων, πραγμάτων, γεγονότων κ.λπ.
μσν.
1. κομποσκοίνι
2. η προσευχή που συνοδεύεται από τη χρήση κομποσκοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κομπολόι < κομβολόγιον (< κόμβος + -λόγιον), με κλειστοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -μβ- και σίγηση της κατάλ. -ιον και του ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. γυναικο-λόγι, συγγενο-λόι)].