απραξία

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπραξία)
1. έλλειψη δράσης, αδράνεια
2. έλλειψη εμπειρίας, αδεξιότητα, ανικανότητα
αρχ.-μσν.
αποτυχία, αστοχία
αρχ.
(για δικαστήρια) διακοπές.