ακαματερός

Greek Monolingual

-ή, -ό ακαμάτης
1. τεμπέλης, οκνηρός
2. (το βόδι) που δεν είναι κατάλληλο για όργωμα
3. (το δέντρο ή το φυτό) που ο καρπός του ωριμάζει πολύ αργά.