ακαμψία
Greek Monolingual
η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».
Translations
inflexibility
Catalan: inflexibilitat; French: inflexibilité; Galician: inflexibilidade; Greek: αδιαλλαξία, ακαμψία; Ancient Greek: ἀκαμψία, ἀτροπία, ἀτροπίη, τὸ ἄγναμπτον, τὸ ἀνένδοτον, τὸ ἄτεγκτον, τὸ δυσμετάτρεπτον; Italian: inflessibilità; Portuguese: inflexibilidade; Spanish: inflexibilidad