ακανθικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκανθικός, -ή, -ὸν) ἀκανθα
ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια
«ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση ξενικού όρου
< ακανθικός + τρήμα «οπή, τρύπα»].