ακανθοβόλος

Greek Monolingual

-ον (Α ἀκανθοβόλος)
αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια
«ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -βόλος < βάλλω].