ἀκανθοβόλος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθοβόλος Medium diacritics: ἀκανθοβόλος Low diacritics: ακανθοβόλος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: akanthobólos Transliteration B: akanthobolos Transliteration C: akanthovolos Beta Code: a)kanqobo/los

English (LSJ)

ἀκανθοβόλον, (βάλλω)
A prickly, χαίτη (of the plant ἔχις) Nic.Th.542; ῥόδον Id.Fr.74.9.
II Subst. ἀ., ὁ, surgical instrument for extracting a bone, prob. f.l. for ἀκανθολάβος, Paul.Aeg.6.32.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 lleno de espinas ῥόδον Nic.Fr.74.9, cf. Th.542.
2 subst. instrumento de cirugía para extraer esquirlas de hueso Paul.Aeg.6.32.

German (Pape)

[Seite 68] Stacheln treibend, χαίτη, von der Rose, Nic. Ther. 542. – Bei den Aerzten ein Instrument, Knochen oder Gräten herauszuziehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ ἐκβάλλων, ἀναφύων ἀκάνθας, ἀκανθώδης, ῥόδον, Νικ. Θ. 542. ΙΙ. ὁ ἀκ., χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν ὀσταρίων ἢ ἀκανθῶν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 33.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀκανθοβόλος)
αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια
«ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -βόλος < βάλλω].