ακανθοπλήξ
Greek Monolingual
ἀκανθοπλὴξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ
τίτλος χαμένου δράματος του Σοφοκλή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -πλὴξ < πλήττω].
ἀκανθοπλὴξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ
τίτλος χαμένου δράματος του Σοφοκλή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -πλὴξ < πλήττω].