ακανθοτρόφος

Greek Monolingual

ἀκανθοτρόφος, -ον (Μ)
(τόπος) που τρέφει μόνο αγκάθια, χέρσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -τρόφος < τρέφω.