ακατακάθιστος
Greek Monolingual
-η, -ο κατακαθίζω
1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει
«ακατακάθιστος καφές»
2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος
«ακατακάθιστο παιδί»
3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί
«ακατακάθιστη οργή».