ακαταπράυντος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπράυντος, -ον) καταπραΰνω
αυτός που δεν μπορεί να καταπραϋνθεί, να γαληνέψει
νεοελλ.
(πείνα ή δίψα) που δεν μπορεί να κορεστεί.