ακλινής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκλινὴς) κλίνω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση, απόκλιση
μσν.
αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
1. αυτός που δεν παρεκκλίνει, που ισορροπεί
2. κάθετος, κατακόρυφος
3. σταθερός, ἄκαμπτος.