-ές (Α ἀκλινὴς) κλίνωνεοελλ.1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση, απόκλισημσν.αδιάκοπος, συνεχήςαρχ.1. αυτός που δεν παρεκκλίνει, που ισορροπεί2. κάθετος, κατακόρυφος3. σταθερός, ἄκαμπτος.