ακουσμένος
Greek Monolingual
-η, -ο (παθ. μτχ. του ακούω)
1. διάσημος, ξακουστός
2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος.
-η, -ο (παθ. μτχ. του ακούω)
1. διάσημος, ξακουστός
2. (με μειωτική σημ.) αυτός για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλά, που έχει δυσφημιστεί, ο ανυπόληπτος.