ανυπόληπτος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνυπόληπτος, -ον)
ο χωρίς υπόληψη, αυτός που δεν τον εκτιμούν οι άλλοι.