ακριτοεπής

Greek Monolingual

-ές (Μ ἀκριτοεπής)
ο ακριτόμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -επής < ἔπος
ΠΑΡ. (νοελλ.) ακριτοέπεια].