ακριτοέπεια

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η ἀκριτοεπής
το να μιλά κανείς χωρίς κρίση, απερίσκεπτα, ανόητα.